στυγνός

στυγνός
-ή, -ό / στυγνός, -ή, -όν, ΝΑ
1. (για πρόσ. και πράγματα) στυγερός, μισητός (α. «στυγνός δολοφόνος» β. «στυγνά πρόκακα λέγων», Αισχύλ.)
2. κατηφής, σκυθρωπός
αρχ.
1. δύστροπος ή εξαιρετικά άθυμος
2. (η αιτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) στυγνόν
λυπηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυγῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στυγνός — hated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνός — ή, ό επίρρ. ά σκληρός, μισητός: Ο εργοδότης τους είναι ένας στυγνός εκμεταλλευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στυγνά — στυγνός hated neut nom/voc/acc pl στυγνά̱ , στυγνός hated fem nom/voc/acc dual στυγνά̱ , στυγνός hated fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνότερον — στυγνός hated adverbial comp στυγνός hated masc acc comp sg στυγνός hated neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνοτάτων — στυγνός hated fem gen superl pl στυγνός hated masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνοτέρων — στυγνός hated fem gen comp pl στυγνός hated masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνόν — στυγνός hated masc acc sg στυγνός hated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνότατον — στυγνός hated masc acc superl sg στυγνός hated neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγναῖς — στυγνός hated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγναῖσι — στυγνός hated fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”