- στυγνός
- -ή, -ό / στυγνός, -ή, -όν, ΝΑ1. (για πρόσ. και πράγματα) στυγερός, μισητός (α. «στυγνός δολοφόνος» β. «στυγνά πρόκακα λέγων», Αισχύλ.)2. κατηφής, σκυθρωπόςαρχ.1. δύστροπος ή εξαιρετικά άθυμος2. (η αιτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) στυγνόνλυπηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυγῶ].
Dictionary of Greek. 2013.